τετραβρωμιούχος

τετραβρωμιούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
(για χημική ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριο του τέσσερα άτομα βρωμίου (α. «τετραβρωμιούχο ακετυλένιο» β. «τετραβρωμιούχος άνθρακας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrabromide < τετρ(α)-* + βρώμιο + κατάλ. -ide, που αποδόθηκε στην ελλ. με το -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραβρωμάνθρακας — ο, Ν χημ. το τετραβρωμομεθάνιο, αλλ. τετραβρωμιούχος άνθρακας …   Dictionary of Greek

  • τετραβρωμομεθάνιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη, στον αιθέρα και στο χλωροφόρμιο, που αποτελεί τετραβρωμιωμένο παράγωγο τού μεθανίου και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”